-
1 κατοικήσιμος
η, ο обитаемый; пригодный для жилья;κατοικήσιμο σπίτι — жилой дом; — дом, пригодный для жилья
-
2 κατοικίσιμος
η, ο см. κατοικήσιμος -
3 χώρος
ο1) площадь; объём;ο κατοικήσιμος χώρος — жилая площадь;
χώρος του διαμερίσματος — площадь квартиры;
χώρος πέντε κυβικών μέτρων — объём — пять кубических метров;
2) простронство, место;εναέριος (ζωτικός) χώρος — воздушное (жизненное) пространство;
διαστημικός ( — или κοσμικός) χώρος — косми- ческое пространство;
κενός χώρος — безвоздушное пространство;
δεν έχει χώρο στο δωμάτιο — в комнате нет места;
λόγω ελλείψεως χώρου за отсутствием места;3) место, район; 4) тех камера;χώρος καύσεως — камера сгорания;
5) филос. пространство;χώρος καί χρόνος — пространство и время;
εν χωρώ και χρόνω в пространстве и во времени
См. также в других словарях:
κατοικήσιμος — η, ο ο κατάλληλος να κατοικηθεί, αυτός στον οποίο μπορεί να εγκατασταθεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοίκησις. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
κατοικήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να κατοικηθεί: Δεν είναι κατοικήσιμο το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αοίκητος — ἀοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος 2. μη κατοικήσιμος 3. άστεγος, ξεσπιτωμένος 4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του … Dictionary of Greek
εναυλιστήριος — ἐναυλιστήριος, ον (Α) ο κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ενοικήσιμος — ἐνοικήσιμος, ον (Α) [ενοικώ] ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
εξοικήσιμος — ἐξοικήσιμος, ον (Α) [εξοίκηση] κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ευοίκητος — εὐοίκητος, ον (ΑΜ) [ευοικώ] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ευνοϊκά, σε κατάλληλο χώρο, κατοικήσιμος («εὐοίκητος τόπος», Φιλοχ.) 2. (για σπίτι) άνετος … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) … Dictionary of Greek
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek